Κυριακή 26 Ιουλίου 2015

ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ



    Σήμερα το πρωί είχε σηκωθεί νωρίς ,ένιωσε την ανάγκη να κολυμπήσει πριν ανέβει ψηλά ο ήλιος.
Ήταν και ο εφιάλτης που την είχε  ανησυχήσει χτες τη νύχτα,τελευταία είχαν πυκνώσει και την έκαναν να ξυπνάει κακοδιάθετη. Η επαφή με το νερό την είχε αναζωογονήσει , γύρισε στο δωμάτιο με άλλη διάθεση, η κολλητή της ακόμα κοιμόταν. Έκανε ένα ντουζ, άφησε βρεγμένα τα πλούσια καστανόξανθα μαλλιά της , φόρεσε το αγαπημένο της λευκό μπλουζάκι κι αποφάσισε να βγει στη βεράντα.

   Ο ήλιος είχε κάνει την εμφάνιση του , η θάλασσα στο μικρό κολπίσκο ήταν γαλήνια με τα λίγα σκάφη να αναπαύονται , έχοντας μαζεμένα τα πανιά τους. Έριξε τη ματιά της στο μεγάλο φοίνικα που  έστεκε σαν άγαλμα στο δεξί μέρος της βεράντας, έβαλε τα μεγάλα μαύρα γυαλιά να προστατεύουν τα πράσινα μάτια της από τον ήλιο. Κατευθύνθηκε προς το γκρι καναπέ με τις μεγάλες σκούρες μπλε μαξιλάρες, προς στιγμήν της πέρασε από το μυαλό να χωθεί στην αγκαλιά του μα προτίμησε να ακουμπήσει στο πλαινό μπράτσο του, ενώ οι δυο μεγάλες λευκές ομπρέλες της χάριζαν μια δροσερή σκιά.

     Ακούμπησε το ένα της πόδι απαλά στο άσπρο ξύλινο κάγκελο κι άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί στο γαλάζιο της θάλασσας, στο βάθος διέκρινε τους μικρούς ορεινούς όγκους της Αίγινας. τίποτα δε μπορούσε να μπει εμπόδιο στη φαντασία της , κανένα βουνό , καμιά θάλασσα.

    Η σκέψη της ταξίδεψε μακριά σε εκείνον, τον αγαπούσε κι ας μην ήταν αμφίδρομη αυτή η αγάπη. Πολλές φορές αναρωτιόταν τι του έβρισκε , γιατί αυτόν κι όχι κάποιον άλλον, απάντηση δεν είχε. Η κολλητή της επέμενε πως απλώς σε μια δύσκολη στιγμή της βρέθηκε εκείνος στο διάβα της εξού και η τόση ανώφελη αγάπη. Της τόνιζε πως αργά ή γρήγορα θα έβρισκε το δρόμο της για νέα ταξίδια, μα εκείνη δε μπορούσε να το πιστέψει. Άραγε να ήταν αλήθεια??

     Τα υγρά πανέμορφα πράσινα μάτια της , οχυρωμένα στα μαύρα γυαλιά της ατένιζαν το άπειρο του νερού, θυμήθηκε την αίσθηση που βίωσε πριν λίγο βουτώντας με δύναμη και σιγουριά στο βυθό!
Ήταν λες και είχε αγκιστρωθεί κάπου και εισχωρώντας στο δροσερό νερό , απελευθερώθηκε από οτιδήποτε την κρατούσε δέσμια των θέλω της. Στο πρόσωπο της σχηματίστηκε ένα γλυκύτατο χαμόγελο, χαρακτηριστικό της γοητείας της, δε με νοιάζει μονολόγησε χαμηλόφωνα.

  Θα κυνηγώ την όμορφη  στιγμή , θα ζω την κάθε μέρα δίχως να πληγώνομαι πια, αν και  η θλίψη ταίζει τη χαρά μου τελικά,  σκέφτηκε, την ίδια ώρα που οι ακτίνες του ήλιου έγιναν ένα με τα υπέροχα μαλλιά της , λούζωντας τα στο φως.
   

Δεν υπάρχουν σχόλια: