Πέμπτη 7 Μαΐου 2015

Ο ΑΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ Η ΛΙΛΗ





Μια από τις αγαπημένες μου αδυναμίες είναι τα παγωτά, όσο πίσω να πάω στο χρόνο και να θυμηθώ , πάντα μου έρχεται η εικόνα τα καλοκαίρια να κρατάω ένα χωνάκι . Πολλές τέτοιες εικόνες ήταν από τις διακοπές μου στο χωριό και τις βόλτες στο Ναύπλιο.
     Εκεί θυμάμαι να έχω δει και πρώτη φορά στη ζωή μου πλανόδιο παγωτατζή, στην πλακόστρωτη πλατεία Συντάγματος η οποία τότε είχε λίγα καφενεία, ένα ψιλικατζίδικο και κάνα δυο μαγαζάκια με τουριστικά είδη. Θα ήμουν γύρω στα έξι και καθόμασταν με τους γονείς μου στο ‘’ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ’’ , πίνοντας πορτοκαλάδες να δροσιστούμε γιατί αν και αρχές Ιούνη , ο ήλιος είχε αρχίσει να γίνεται αφόρητος.
   Μέσα στη βαβούρα της πλατείας, με τις παιδικές φωνές, τα γέλια και τις κουβέντες που πλημμύριζαν τον αέρα, δίνοντας πνοή και χρώμα στην καρδιά τ΄ Αναπλιού όλα δείχνανε ότι κυλούσαν όμορφα και συνηθισμένα. Τότε ήταν που ακούστηκε ένας περίεργος θόρυβος, ένα σιδερένιο στρίγκλισμα, συνεχόμενο και κάτι άναρθρες κραυγές που θύμιζαν ζούγκλα.
    Μεμιάς τα παιδικά κεφαλάκια στράφηκαν να δουν τι ήταν αυτό, μαζί και το δικό μου αφού είχα αρχίσει ήδη να βαριέμαι στην καρέκλα  και συζητώντας για το μελλοντικό μου αδερφό ο οποίος βρισκόταν στην κοιλιά της μητέρας μου εδώ και επτά μήνες.
Σταδιακά στην είσοδο της πλατείας είχε εμφανιστεί ένα παράξενο καρότσι που όμοιο του δεν είχα αντικρίσει ως τότε, ολόλευκο με 4 ρόδες που βγάζανε εκείνο το ανατριχιαστικό ήχο πάνω στις πλάκες . Στην πίσω μεριά ένας κύριος γύρω στα εξήντα το έσπρωχνε , ντυμένος με άσπρο λινό παντελόνι και μια μεγάλη άσπρη ποδιά , μα το πιο χαρακτηριστικό πάνω του ήταν ένα γκρι καπέλο με φαρδύ γείσο, αρκετά ψηλό. Τότε ξεκίνησε ο κύριος να διαλαλεί δυνατά την πραμάτεια του…
-Στον Αρίστο ελάτε ελάτε παγωτάκι για να φάτε!!!
-Έχω σοκολάτα έχω και βανίλια που θα γλείφετε τα χείλια!
- Τραγανό χωνάκια για όλα τα καλά παιδάκια!!

Μέσα σε δευτερόλεπτα τσούρμο είχε μαζευτεί γύρω του από πιτσιρίκια, ενώ κάποια άλλα παιδάκια στριφογύριζαν ήδη τους γονείς τους , με νάζια και γκρίνιες πάσχιζαν να τους πείσουν για ένα χωνάκι. Εγώ κύριος, έδειχνα σχετικά αδιάφορος μα ο ουρανίσκος μου ήταν κιόλας σε έξαρση!!
Είχε σχεδόν φτάσει ο κύριος Αρίστος στο κέντρο της πλατείας, όταν πάλι άρχισαν να ακούγονται εκείνες οι παράξενες τσιρίδες , τα πιο θαρραλέα αγόρια , που έδειχναν να γνωρίζουν τον Αρίστο, είχαν μαζευτεί ολόγυρα του και τον παρότρυναν για κάτι που δε καταλάβαινα.
Όλα τα μάτια των καθήμενων στα καφενεία είχαν στραφεί στον κύριο Αρίστο, εκείνος σίγουρος για την επιτυχημένη παράσταση του, χαμογέλασε και ξεκίνησε το τελευταίο και πιο αποτελεσματικό τμήμα του show του. Έκανε μια βαθιά υπόκλιση πιάνοντας το γείσο του καπέλου του με προσεκτικό τρόπο και τότε έγινε κάτι που ξάφνιασε τους περισσότερους θαμώνες της πλατείας…
Μια μικρή μαιμουδίτσα πετάχτηκε με ορμή , θαρρείς και αναπήδησε μέσα από  το κεφάλι του Αρίστου, αποκαλύπτοντας την πηγή όλων αυτών των τσιρίδων…
Παιδικά  μάτια γούρλωσαν, βλέμμα καρφώθηκαν πάνω στη μαϊμού που με περίσσια ευελιξία σκαρφάλωσε στο πάνω μέρος του καροτσιού και χοροπηδούσε τρελά δίχως λόγο κι αφορμή. Κάθε ήχος έπαψε στην πλατεία , όλοι εστίαζαν στο ιδιαίτερο ζωάκι , καρδιές σταμάτησαν και ανάμεναν την εξέλιξη τούτο το αλλιώτικο μεσημέρι.
Ο Αρίστος την ίδια ώρα έβγαλε μια μεγάλη χάρτινη σακούλα γεμάτη με χωνάκια, έπιασε την ασημένια κουτάλα , τη βούτηξε σε ένα μικρό δοχειάκι με νερό και ξανά ξεκίνησε να φωνάζει με τη τόσο στεντόρεια φωνή του.
-Έτοιμη η κουτάλα στο νερό, τρέχτε να σας χαρίσει παγωτό!
- Λιλή μου κατέβα στην πλάτη μου ανέβα, με νάζι τρελό να κερδίσεις μια μπάλα παγωτό!!!
Κι έτσι έγινε , η Λιλή πήρε θέση στον ώμο του και δέχτηκε ευχάριστα ένα χωνάκι με μια μπάλα σοκολάτα, το οποίο κι άρχιζε να τρώει, χαρίζοντας ρίγη συγκίνησης και τρέλας σε όλα τα πιτσιρίκια…Πριν προλάβει να τελειώσει το παγωτό της , πήδηξε στο έδαφος κι άρχισε να περπατά καμαρωτή ανάμεσα σε πρόσωπα που έλαμπαν. Κανένα παιδάκι δεν προσπάθησε να την πλησιάσει λες και υπήρχε ο φόβος ότι αν την ακουμπούσαν θα εξαφανιζόταν. Οι γονείς χαμογελούσαν κρύβοντας βαθιά μέσα τους τη χαρά , πόσο όμορφα ένιωθαν κι αυτοί βλέποντας τούτο το παράταιρο θέαμα.
-Λιλή μου καλή με το κόκκινο το μάτι άντε σύρε να μου φέρεις πελάτη!!!
Τα γέλια και οι κουβέντες που είχαν αρχίσει να ξαναγεμίζουν την πλατεία, έγιναν πιο έντονα σαν η μαϊμού όρμησε με φόρα προς τα πρώτα τραπεζάκια του κοντινού καφενείου…
Με μικρές μα τόσο γοητευτικές δρασκελιές κι ακολούθως με ένα σάλτο ανέβηκε στο τραπέζι. Ναι την είχα απέναντι μου…Είχα μείνει αποσβολωμένος να την κοιτάω κατάματα, στέγνωσε το στόμα μου, ενώ η Λίλη άπλωσε το χέρι της σαν να μου πρόσφερε το χωνάκι της. Ασυναίσθητα άπλωσα το χέρι μου να το πάρω μα η παιχνιδιάρα Λιλή δε με άφησε και συνέχισε να γλείφει με τη μικρή ροζ γλώσσα της τη σοκολάτα που ήδη έσταζε λόγω της ζέστης.
Είχα γίνει ο περίγελος   στην πλατεία , μα τα γέλια ούτε που τα άκουγα πια , μιας και η Λιλή με είχε πιάσει από το χέρι, σηκώνοντας με από την καρέκλα και με οδηγούσε στο καρότσι. Ο Αρίστος είχε φτιάξει κιόλας το επόμενο χωνάκι με σοκολάτα και με το που έφτασα μου το πρόσφερε  με ένα τεράστιο χαμόγελο.
Γέλασα γιατί ένιωθα πως όλοι όσοι με χλεύασαν λίγο πριν τώρα με ζήλευαν..Ήμουν ο πρώτος που δοκίμαζε το παγωτό του κυρ-Αρίστου. Αν και πλέον ταξίδευα με την εξαίσια υφή και γεύση της σοκολάτας, φρεσκότατη και λαχταριστή. Λάμπανε τα βλέμματα όλων των άλλων παιδιών, το ένιωθες στον αέρα πως σε λίγο θα ορμούσαν όλα για να έχουν την ίδια γευστική εμπειρία με εμένα.
-Ει πανέξυπνη Λιλή κάτι ξέχασες τρελή!!!
 Μας αφύπνισε όλους ο Αρίστος με την βροντερή φωνή, μη μπορώντας να μαντέψουμε τι θα ακολουθούσε..
Τότε λοιπόν η Λιλή τρέχοντας γύρισε στο τραπέζι όπου κάθονταν οι γονείς μου και με χαζεύανε με καμάρι, άρχισε να επεξεργάζεται τη φουσκωμένη κοιλιά της μητέρας μου η οποία έκρυβε τον μελλοντικό αδερφό μου. Μετά με αστείρευτο θράσος ανέβηκε στο κεφάλι του πατέρα μου κι άρχισε να του ανακατεύει τα μαλλιά , κάτι που τον εξόργισε , μιας και ποτέ δε συμπαθούσε τόσο τα ζώα. Πριν πηδήξει με το μαγικό της στυλ η Λίλη από το κεφάλι, άπλωσε το χέρι της και πήρε ένα κέρμα από τη τσέπη του πουκάμισου του πατέρα . Με απίστευτη ταχύτητα έτρεξε και το έδωσε στον Αρίστο.
Ήταν η στιγμή που σείστηκε η πλατεία από τα γέλια με τα καμώματα της Λίλης, ενώ ο πατέρας μου δεν ήξερε που να κρυφτεί, μα έξυπνα σκεπτόμενος σηκώθηκε και πήγε να αγοράσει ένα παγωτό και τη μανούλα , με διπλή μπάλα αφού εκείνη έτρωγε για δυο άτομα.
Λες κι αυτό αποτέλεσε το κουδούνι για να αρχίσει η παράσταση, πόδια τρέχανε γοργά να γευτούν τα παγωτά του Αρίστου. Οι ήχοι από τα κέρματα σμίγανε με τις κραυγές χαράς της Λίλης, η οποία δεχόταν πια άφοβα τα χάδια παιδικών χεριών. Πετούσε από το ένα παιδί στο άλλο, προσφέροντας στιγμές παραμυθένιες για την παιδική φαντασία!!

Από τότε Κάθε καλοκαίρι ο Αρίστος και η Λιλή έγιναν φίλοι μου, ανυπομονούσα να κατεβαίνω στο Ναύπλιο να τους συναντώ, κάθε φορά και με νέα στιχάκια και ρίμες εκείνος και εκείνη πιο παλαβιάρα και ζωηρή σαν να μη γέρναγε.Τα παιδικά χάδια ελιξίριο νεότητας και ευτυχίας για τη Λιλή.