Τετάρτη 25 Μαρτίου 2015

ΒΛΕΜΜΑΤΑ ΓΕΜΑΤΑ ΘΑΛΑΣΣΑ




      Την προηγούμενη νύχτα η Μαριγώ δε μπόρεσε να κοιμηθεί ούτε λεπτό. Ήταν τέτοια η ένταση από την αναμονή της σημερινής άφιξης που τα βλέφαρα της πετάριζαν κάθε φορά που ο ύπνος την αγκάλιαζε απαλά. Γυρνούσε ασυνείδητα κι έβλεπε τον γιόκα της το Νικόλα χωμένο στα σκεπάσματα να ονειρεύεται γαλήνιος....Ο ξανθός της άγγελος εδώ  και 19 μήνες είχε πάρει τη θέση του άνδρα της τα βράδια στο κρεββάτι. Την πρώτη περίοδο ο μικρός έκλαιγε συνέχεια, δε κατάφερνε να κατανοήσει τους λόγους που ο πατέρας του έπρεπε να φύγει από το νησί. Ως τότε ο Νικόλας έβλεπε τον πατέρα του Ανδρέα να σηκώνεται κάθε χάραμα πριν καν εμφανιστεί ο ήλιος από τα βουνά της Τουρκίας που κρυβόταν και να τραβά προς το μικρό καίκι τους. Ψαράς από πάππου προς πάππου ο Ανδρέας, τροφοδοτούσε την Χίο κάθε μέρα με ψαριές και ζούσε φτωχικά μα τίμια τη φαμίλια του. Μα 2-3 χρονιές πίσω ήταν που θαρρείς και ο Θεός τους ξέχασε, οι ψαριές μειώθηκαν ενώ πλέον η εμφάνιση των πρώτων επαγγελματικών μηχανότρατων  οδήγησε τον Ανδρέα αναγκαστικά έξω από καίκι που το είχε σαν δεύτερο σπίτι του.
       Όσο κι αν πάλεψε η Μαριγώ να τον παρηγορήσει, να τον στηρίξει και κυρίως να τον αποτρέψει από το μπαρκάρισμα δε το πέτυχε....Ως Χιώτης είχε πάντα το ναυτικό του φυλλάδιο θεωρημένο, διαβατήριο για ένα καλό μισθό που πολλές φορές όμως  οδηγούσε κατευθείαν στην απέναντι όχθη του Αχέροντα. Έτσι πριν καιρό μπήκε στο γκαζάδικο ''ΠΛΑΝΕΤ'' χωρίς να δυσκολευτεί μιας και ο ιδιοκτήτης του εφοπλιστής Τσάλος που μόλις είχε ξεκινήσει το χτίσιμο της αυτοκρατορίας του, προτιμούσε την επάνδρωση των πλοίων του με συντοπίτες του από τη Χίο. Με βαριά καρδιά ο Ανδρέας μπάρκαρε και κάθε μήνα που πέρναγε έστελνε όλο το μισθό του στη Μαριγώ για να φροντίζει το Νικόλα του. Χώρια που της είχε εμπιστοσύνη, ήξερε πως θα χε φτιάξει κομπόδεμα γιατί ήταν και οικονόμα και προνοητική.
    Οι μέρες κυλούσαν δύσκολα και για τους δυο...Ο Ανδρέας θαλασσοδερνόταν και περίμενε διακαώς τα γράμματα που λάμβανε από το νησί,   την ίδια ώρα που η Μαριγώ προσπαθούσε να μεγαλώσει το Νικόλα και να του απαλύνει το πόνο από την έλλειψη του πατέρα του...
     Το τελευταίο γράμμα του Ανδρέα είχε κάνει τη Μαριγώ να κλάψει απο χαρά.Στις 20 Μάρτη ο Ανδρέας θα επέστρεφε στη Χίο, για δυο μήνες είχε πάρει άδεια απο το ΄΄ΠΛΑΝΕΤ''.
     Κι έφτασε εκείνη η μέρα, αν κι άυπνη η Μαριγώ σηκώθηκε την αυγή και  βγήκε στην αυλή την οποία και είχε ασβεστώσει χτες για να υποδεχτεί τον άνδρα της. Χάρισε ένα χαμόγελο στον ήλιο , έκανε το σταυρό της και σκέφτηκε πως θα πρέπει αύριο να πάει να ανάψει ένα κεράκι στο ξωκλήσι του Άη Νικόλα για να τον ευχαριστήσει που φύλαγε τόσους μήνες τον άντρα της στο πέλαγος. Ξεκίνησε να ετοιμάζει το αγαπημένο φαγητό του Ανδρέα από νωρίς, ένα περιποιημένο μουσακά ενώ λίγο αργότερα ο Νικόλας ξύπνησε κι άρχισε να τρέχει μέσα στην κουζίνα παίζοντας με το σκύλο τους το Σπίθα και φωνάζοντας'' έρχεται ο μπαμπάς'' και την τράβαγε από το πόδι 
- Άντε μαμά να ετοιμαστούμε να πάμε στο λιμάνι....να 
- Υπομονή βρε γιόκα μου σε 2 ώρες θα φτάσει το ''ΣΑΠΦΩ'' , σύρε πλύσου να σαι όμορφος να σε δει να καμαρώσει ο πατέρας σου...απάντησε η Μαριγώ.
    Σαν έβγαλε το ταψί από το φούρνο η Μαριγώ κι έσβησε τη φωτιά έτρεξε να πλυθεί κι αυτή , φόρεσε την καλή της φούστα , έντυσε και το Νικόλα με τα ρούχα  που του έβαζε τις Κυριακές στην Εκκλησιά. Στο λιμάνι θα χε μαζευτεί κόσμος μιας και με το ''ΣΑΠΦΩ''  θα γυρνούσαν άλλοι 5 ναυτικοί που είχαν μπαρκάρει με τον άνδρα της κι η Μαριγώ ήθελε να τους δουν οι συμπολίτες τους μάνα και γιο και να τους θαυμάσουν, να χαρούν με τη χαρά τους. Με το που ακούστηκε η καμπάνα να σημάνει δώδεκα , άρπαξε το Νικόλα κι άρχιζαν να κατηφορίζουν από το δρόμο που πέρναγε κάτω από το κάστρο,συνοδεία κι ο Σπίθας που τον κρατούσαν με ένα σκοινί κολάρο για να μη τον κυνηγάνε σε όλη την πόλη.
   Ήδη αρκετοί Χιώτες είχαν βγει στα παράθυρα τους κι αγνάντευαν  στον ορίζοντα για να δουν το φουγάρου του ''ΣΑΠΦΩ'' να δίνει το στίγμα του. Μάνα και γιος δεν περπατούσαν, πετούσαν από την ανυπομονησία τους να φτάσουν στο πλακόστρωτο του λιμανιού.
Εκεί είχε φτάσει καμιά ώρα τώρα ο κύριος Δημητρίου , ο φωτογράφος της πόλης, στήνοντας το τρίποδο και οπλισμένος με υπομονή και αφοσίωση ώστε να απαθανατίσει τις μαγικές στιγμές της επανένωσης των οικογενειών. Ο Δημητρίου με το που είδε τη Μαριγώ και το Νικόλα τους φώναξε να ποζάρουν στη κάμερα του, άλλο που δεν ήθελε εκείνη , έφτιαξε το γιακά του μικρού και γεμάτοι ευτυχία οι δυο τους , με χαμόγελα μέσα από τη ψυχή τους εστίασαν στο φακό του Δημητρίου. Θαρρείς κι ο Σπίθας κατάλαβε τι γινόταν κάθισε μετά από ώρα φρόνιμος κοιτάζοντας κι αυτός προς τα εκεί που είχαν στρέψει το βλέμμα τους τα αγαπημένα του αφεντικά. Με το που ακούστηκε ο μεταλλικός ήχος από το το άνοιγμα του φακού η μπουρού του 'ΣΑΠΦΩ' δήλωσε παρούσα για την είσοδο στο λιμάνι του ένδοξου νησιού , κάνοντας το μικρό Νικόλα να ξεχάσει την κάμερα και να αντικρίσει την σιδερένια τεράστια βάρκα από την οποία θα κατέβαινε ο λατρεμένος μπαμπάς του.
      

Δεν υπάρχουν σχόλια: