Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2016

ΑΝΤΙΟ ΓΙΑΓΙΑ



Και τώρα πρέπει να σε αποχαιρετήσουμε, φεύγεις μακριά.... Πέρασες αρκετά, καλά , κακά. Πολλά τα χρόνια που βάρυναν την πλάτη σου. Πάντα ξεχωριστή, δυναμική και με παραξενιές.

Ήσουν δεύτερη μάνα. Με τα καλά σου και τα άσχημα. Με τα χαμόγελα και τις φωνές σου. Μα τα αξίζεις τα δάκρυα που τρέχουν.

Φέρνω στο νου μου διάφορα, μνήμες και θύμησες από το χωριό.

Κάθε καλοκαίρι εκεί, να με κρατάς 2 μήνες, χατίρια δε χάλαγες μα ήθελες και να χεις το τελευταίο λόγο.

Εντολές, νουθεσίες , όλα με αγάπη και ενδιαφέρον δοσμένα '' μην αργήσεις, μη μπαίνετε στο λιοτρίβι, το νου σου στα φίδια'' .......

Είχες το τρόπο σου να επιβάλλεσαι , να παίρνεις αυτό που ήθελες, αφεντικό ήσουν. Και στο πορτοφόλι και στο σπίτι. Αλλά σε καμάρωνε ο παππούς κι ας μη στο έλεγε ποτέ.

Θυμάμαι την καλοσύνη σου, σαν εγγόνι πάντα δε ξέχναγες να δώσεις το κατιτί σου. Δεν είχα παράπονο, ότι μπορούσες θα το έκανες για εμάς.

Φίλευες τους ξένους, τους συγγενείς, μα τα καλύτερα τα κράταγες για μας.

Ναι παράξενη ήσουν σε πολλά, το ένα μύριζε το άλλο δε σου έκανε κέφι, πάντα έτσι σε θυμάμαι, να λυπάσαι να φας το κατσίκι που τάιζες με το μπουκάλι, που το είχες ξεγεννήσει.  Αλλά τόσα χρόνια τράβαγε αυτό , δε θα άλλαζες στα τελευταία. Ζήταγες τα δικά σου, αυτά που ποθούσες, χωρίς να υπερβαίνεις τη λογική. Μια μάρκα κρέμες,ψωμί απ'ο το φούρνο της πάνω γειτονιάς.

Θυμάμαι πως σε πείραζα σαν έβλεπες τα δακρύβρεχτα σήριαλ, ανάσα δεν ήθελες να ακουγόταν, θα το έβλεπες και μετά θα έτρωγε ο παππούς. Να μάθει να περιμένει έλεγες.

Μεγάλωσες στις κακουχίες, σκληρή, με αντοχές ζηλευτές. Δε τη φοβόσουν τη δουλειά, την κούραση, πάντα έτοιμη να ιδρώσεις ακόμα λίγο. Ακόμα και τα ζωντανά σου, ένιωθαν αυτή τη δύναμη. Υπάκουα σε κάθε παράγγελμα. Ακόμα θυμάμαι πόσο καιρό σε παρακάλαγα να πάρω μόνος το άλογο.
'' όχι ακόμα, σαν μεγαλώσεις '' κι άξαφνα μια μέρα μια εντολή εύηχη στα αυτιά μου. '' Σύρε πάρε το άλογο κι άει βρες τον παππού σου στον κάμπο''

Σε ευχαριστώ

Για τις μυρωδιές και γεύσεις που ποτέ δε θα ξεχάσω.

Η μυρωδιά του φρεσκοψημένου ψωμιού στο ξυλόφουρνο . Τι υπέροχη γεύση είχε σαν μου το έδινες μαζί με φέτα. δικιά σου κι αυτή. Φώναζες βέβαια να μη το τρώω καυτό και πάθει το στομάχι μου. Αλλά  ήταν το καλύτερο ψωμί που δοκίμασα ποτέ!

Θυμάμαι και κάτι μεσημέρια μέσα στη ζέστη του καλοκαιριού , εσύ να τηγανίζεις με το γκάζι, χοιρινή μπριζόλα. Και να τη ''σβήνεις '' με κρασί. Ειλικρινά οσμές παραδεισένιες, ξέχναγα και το παιχνίδι κι όλα.

Κι ήταν και κάτι απογεύματα που έδινες άδεια να πλησιάσω το βάζο στο ψυγείο. Εκείνο με το μελιτζανάκι. Σε παρακάλαγα κάθε φορά να βάζεις περισσότερα αμύγδαλα , μα ποτέ δε θα χάλαγες τις αναλογίες. Και καλά έκανες γιατί η γλύκα του ακόμα χαιδεύει τον ουρανίσκο μου.

Σε ευχαριστώ

Έρχονται στο νου μου εικόνες από τον κάμπο σαν μου μάθαινες να φυτεύω πατάτες, κρεμμύδια , από το μάζεμα των ελιών , ακόμα κι από το άρμεγμα της κάθε κατσίκας. Ναι τους έδινες ονόματα , δενόσουν με τα ζώα όπως μόνο εσύ μπορούσες. Εξαιρώ τις κοτούλες, αυτές τις κακομοίρες λες και τις είχες άχτι. Τόση φροντίδα , μα σαν ερχόταν η ώρα τους, τις  ''έστριβες'' . Σε έκανε η ζωή έτσι, μια γυναίκα που για την εποχή της ήταν διαφορετική. Αν γεννιόσουν σήμερα θα έφτανες πολύ ψηλά, υπάρχουν λίγες εκεί έξω που θα τα συνδύαζαν όλα τόσο αρμονικά και με αποφασιστικότητα. Είμαι περήφανος που είσαι η γιαγιά μου.

Σε ευχαριστώ

Θυμάμαι και την επιμονή σου σε ότι πίστευες, αυτό που ήθελες θα το κυνηγούσες να το πετύχεις άσχετα αν φάνταζε για λάθος.  Είχες παραξενιές, είχες κι αρνητικά. Όμως ήσουν ο εαυτός σου και πήρα άπειρα μαθήματα ζωής από σένα και τη στάση σου . Τελευταίο παράδειγμα η αντοχή σου εκείνες τις πρώτες ώρες, τις δύσκολες . Δύναμη, στωικότητα, θάρρος . Δε το πίστευα, μόνο εσύ θα μπορούσες να αντέξεις τόσο.
 Νιώθω τυχερός για όλα, για κάθε μνήμη που φέρνω στο νου μου. Για κάθε σου στιγμή και κουβέντα. Ακόμα και για εκείνες τις λίγες φορές που με μάλωνες σαν ήμουν παιδί.

ΣΕ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ

Αντίο Γιαγιά,  δε θα σε ξεχάσω ποτέ, να προσέχεις το παππού εκεί ε.....